λεύχειμα

λεύχειμα
το уст. бельё

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λεύχειμα" в других словарях:

  • λεύχειμα — το άσπρο ρούχο, συνήθως εσώρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + εἷμα «ένδυμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»